- νεομορφοτύπωτος
- νεο-μορφοτύπωτος [ῠ], ον,A in a newfangled shape, Man.4.305.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεομορφοτύπωτος — νεομορφοτύπωτος, ον (Α) αυτός που έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με νέο τύπο, με νέα μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + μορφή + τυπώνω] … Dictionary of Greek
νεομορφοτύπωτοι — νεομορφοτύπωτος in a newfangled shape masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)